Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Μια όμορφη Ιστορία


Μια φορά κι εναν καιρό, ο βασιλιάς και η βασίλισσα απέκτησαν τρεις όμορφες κόρες. Η πιο όμορφη ήταν η Ψυχή, η νεότερη απο τις τρεις. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της γης μαζεύτηκαν για να θαυμάσουν την ομορφιά αυτής της νέας γυναίκας. Κάποιοι είπαν οτι ήταν η Αφροδίτη, η θεά του ερωτα, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότ η Ψυχή την είχε αντικαταστήσει και ότι τώρα εκείνη ήταν η θεά του έρωτα. Όπως ήταν φυσικο, η Αφροδίτη εξοργίστηκε από την προσοχή που έδιναν τώρα στην Ψυχή-μια απλή,θνητή γυναίκα- και όχι πλέον σε εκείνη. Έτσι αποφάσισε να δηλητηριάσει τις καρδιές των μνηστήρων της Ψυχής, με αποτέλεσμα ολοι ο άνδρες να την απορρίπτουν. Ο πατέρας της Ψυχης προβληματίστηκε από την έλλειψη μνηστήρων για την όμορφη κόρη του και άρχισε να υποπτεύεται ότι κάποια ανάμειξη ειχαν οι θεοι.

Αναζητώντας να μάθει τι είχε συμβεί, ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε ένα μαντείο απ΄όπου η Αφροδίτη του έδωσε την απάντηση. Του ειπε οτι η κόρη του ήταν προορισμένη να παντρευτεί ένα τέρας, ενα φτερωτό ερπετό που προξενούσε φόβο ακόμη και στον Δία. Έπειτα διέταξε το βασιλιά να ντύσει την κόρη του με ρούχα του πένθους και να την οδηγήσει σε μια απομακρυσμένη βουνοκορφή, όπου θα γινόταν ο καταραμένος γάμος της.

Η Ψυχή, ντυμένη με νεκρικά ρούχα και συνοδευόμενη απο πένθινη μουσική και απο τους γονείς της που θρηνουσαν, οδήγηθηκαν στην κορυφή του βουνού για την παράξενη γαμήλια τελετή. Όταν πια έφτασαν εκεί, οι γονεις της υπακούοντας στην εντολη της θεάς έφυγαν και την αφησαν μονη.

Μόνη και τρομαγμένη, η Ψυχη περίμενε. Ξαφνικά ένας απαλός άνεμος την ανασήκωσε και αφού τη μετέφερε στην πλαγιά του βουνου, την άφησε μέσα σ΄ένα ευωδιαστό λιβάδι. Ένα παλάτι απο χρυσό και πολυτιμους λιθους, απίστευτα όμορφο και γεμάτο θησαυρούς, ορθωνόταν μπροστά της. Σκεπτόμενη ότι είχε πεθάνει και πως αυτο ήταν το σπίτι κάποιας θεότητας, η Ψυχή μπηκε μέσα και αθόρυβα άρχισε να περιπλανιέται απο δωμάτιο σε δωμάτιο. Σε ια πολυτελη κάμαρα αόρατα χέρια την πλησίασαν και, αφου την έλουσαν και την έντυσαν, της πρόσφεραν υπέροχα φαγητά και όλων των ειδών τις ανέσεις.

Στολισμένη με υπέροχα υφάσματα και νιώθοντας άνετα μέσα στο πολυτελές περιβάλλον του παλατιού, η Ψυχή έπεσε σε βαθύ ύπνο, αλλά κατα τα μεσάνυχτα της ξύπνησε ενας απαλός ψίθυρος Επειδή γνώριζε πως θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε μέσα σ΄αυτό το απέραντο και ακατοίκητο μέρος, η Ψυχή φοβήθηκε για τη ζωή και την αγνοτητα της. Όμως η ψιθυριστή ανδρική φωνή, που ξαφνικά άκουσε καθαρά, της υποσχέθηκε ότ δεν θα της επιβαλλόταν ούτε θα την έβλαπτε. Ο αόρατος επισκέπτης αγκάλιασε την Ψυχή με απίστευτη τρυφερότητα και της έκανε έρωτα με τον πιο διεγερτικό και ευγενή τρόπο. Οι σεξουαλικές της επιθυμίες αφυπνίστηκαν, αλλα και ικανοποιήθηκαν απο το αγκάλιασμα του.

Όταν η νύχτα του πάθους τους τέλειωσε, ο επισκέπτης της είπε οτι ηταν ο σύζυγος της και οτι δεν θα μπορούσε πότε να τον δει. Της είπε ακόμη πως όλες οι ανάγκες της μέσα στο παλάτι θα ικανοποιούνταν απο αόρατα χέρια και ότι, αν δεν προσπαθούσε να ανακαλύψει ποιος ηταν, θα συνεχιζαν να χαίρονται ο ένας τον άλλον κάθε βράδυ.

Στην αρχή η Ψυχη δέχτηκε πρόθυμα αυτους τους όρους. Έκπληκτη απο τη μεγαλοπρέπει και τα πλούτη του παλατιού της, περνουσε τις μερες της με ευχάριστες ενασχολήσεις και τις νύχτες της έχοντας συντροφιά τον αόρατο συζυγό της. Σύντομα όμως η Ψυχή άρχισε να επιθυμεί τους γονείς και τις αδερφές τις. Ήθελε να τους συναντησει και να τους πει ότι δεν είχε πεθάνει, αλλά ότι ευημερούσε στο νέο της σπιτι. Η Ψυχή ικέτευσε το σύζυγο της να την αφήσει να επιστρέψει στους δικούς της, για να τους διαβεβαιώσει για την ασφάλεια και την καλή της τύχη. Εκείνος συμφώνησε απρόθυμα. Της υπενθύμισε όμως τους όρους του γάμου τους: δεν έπρεπε να γνωρίζει ή να αποκαλύψει της ταυτότητα του, αλλιώς όλα θα τέλειωναν.

Η Ψυχή επέστρεψε στην οικογένεια της και με περηφάνεια τους περιέγραψε της περιπέτεια της- το ταξίδι της πάνω από την πλαγιά του βουνού, το ένδοξο παλάτι και τον ευγνεή σύζυγο της. Ομως οι αδερφές της Ψυχής, επειδή ζηλεψαν την καλή της τύχη, αρχισαν να τη μαλώνουν και να μιλούν για τους κινδυνους στους οποίους είχε εκθεσει τον εαυτό της. Στο τέλος της ειπαν ότι σύζυγος της θα μπορούσε να είναι ένα φτερωτό ερπετό, ένα τέρας, που εκεινη του παραδόθηκε, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του.

Όταν η Ψυχή επέστρεψε στο παλάτι, είχε καταστρώσει μαζί με τις αδερφές της ένα σχέδιο, για να αποκαλυψει την αληθινή φύση του συζυγου της. Ετοιμάστηκε λοιπόν να αντιμετωπίσει το σύζυγο της, οπλισμένη μ΄ενα μαχαίρι και ένα κερί. Αφού εκανα έρωτα και εκείνος αποκοιμήθηκε, η Ψυχή άναψε το κερί και το υψωσε πάνω στο σωμα του. Μπροστά της αποκαλύφθηκε ο θεός Έρωτας- ο γιος της Αφροδίτης- σ΄ολη του τη λαμπρότητα. Έκπληκτη απο την ομορφιά του, η Ψυχη έκανε μια αποτομη κίνηση και έριξε το καυτό κερί στο γυμνό του στήθος Ο Έρωτας, αφού ξύπνησε αιφνιδιασμένος, την καταράστηκε και τράπηκε σε φυγή. Από την κατάκορφη ενός κυπαρισσιού, κατηγόρησε τη γυναίκα του για την απερισκεψία της και χάθηκε στους ουρανούς. Απο τη στιγμή που η ταυτότητα του ειχε αποκαλυφθεί σε μια θνητή, ηταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στη μητέρα του και να μην αναμιχθεί ποτέ ξανά στη ζωή ενός ανθρώπινου πλάσματος.

Η Ψυχή το μετάνιωσε βαθιά και άρχισε να περιπλανιέται στη γη, αναζητώντας τον αγαπημένο της σύζυγο. Εξαντλημένη και απελπισμένη έφτασε σ΄ένα ναό της Αφροδίτης όπου μπήκε μέσα και εκλιπαρησε τη θεά του έρωτα να την βοηθήσει να ξαναβρεί τον Έρωτα. Επειδή όμως η Αφροδίτη ειχε εξοργιστεί με τη συμμαχία της Ψυχης και του Έρωτα, έθεσε διάφορες επίπονες δοκιμασίες στη νύφη της. Αφου επελεξε άθλους που κανενας θνητός δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, η Αφροδίτη υποσχέθηκε στην Ψυχη ότι θα εσμιγε ξανά με τον Έρωτα, αν τους έφερνε σε πέρας.

Έχοντας πιστη στη μεγάλη της αγάπη για τον Έρωτα, η Ψυχή ξεκίνησε την ηρωική της περιπέτεια Σε καθε προσπάθεια της οι δυνάμεις του φυσικού κόσμου υποστήριζαν το κουράγιο και την αγάπη της. Ο τελευταίος και πιο δύσκολος άθλος της όριζε να πάρει απο τη Περσεφόνη, που βρισκόταν στον κάτω κόσμο, το κουτι της "ομορφιάς", ετσι ώστε η Αφροδίτη να μπορέσει να αποκτήσει παλι την νεανικη της εμφανιση που είχε αλλοιωθεί, καθως προσπαθούσε να αναθρέψει το γιό της.

Με τη βοηθεια ενός πέτρινου πυργου που μιλούσε, η Ψυχή πηρε οδηγίες για τα ακριβή βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει για να μπει και να βγει απο τον κάτω κόσμο. Αφού επέστρεψε και έχοντας πλέον ολοκληρώσει τον τελευταίο της άθλο, η Ψυχή απέρισκεπτα αποφάσισε να κρατήσει για τον εαυτο της λιγη ομορφιά απο το κουτί της Περσεφόνης. Όμως η Περσεφόνη είχε τοποθετήσει το θάνατο και όχι την ομορφιά στο κουτι που προοριζόταν για την Αφροδίτη. Όταν λοιπόν η Ψυχή ανοιξε το κουτί, επεσε σ΄ένα θανάσιμο ύπνο.

Οταν ο Έρωτας ανακάλυψε τη μοίρα της συζύγου του, άρχισε να ικετεύει τη μητέρα του να επιστρέψει στην Ψυχή να γίνει μια αθάνατη θεά. Τελικα η Αφροδίτη αποδεχτηκε την επιθυμία του γιού της και έτσι ο Έρωτας έσωσε τη γυναίκα του από το θανατηφόρο ύπνο της και την οδήγησε στον Όλυμπο ως αιώνια συντροφο του.