Όταν κάποιος μας πληγώνει, είναι πιθανόν – αν δεν προσέξουμε - να γεννηθεί μέσα μας η επιθυμία να πάθει αυτός ο άνθρωπος κάποιο κακό. Αυτή η επιθυμία είναι που συνιστά και το κίνητρο της εκδίκησης.
Η εκδίκηση δεν παίρνει, κατ’ ανάγκη, ενεργητική μορφή. Εκδίκηση δεν είναι μόνο το να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο για να βλάψουμε των άλλον. Υπάρχει και η παθητική εκδίκηση, όταν αμελούμε να βοηθήσουμε κάποιον που κατά τα άλλα (αν δεν υπήρχε η αρνητική διάθεση) θα φροντίζαμε να βοηθήσουμε, ή ακόμη όταν χαιρόμαστε που υποφέρει – εξ’ αιτίας ίσως κάποιου τρίτου προσώπου – αυτός που μας πλήγωσε.
Η εκδικητική διάθεση γεννιέται μέσα μας με ύπουλο τρόπο, χωρίς καλά – καλά να το προσέξουμε, σε ένα σχεδόν υποσυνείδητο επίπεδο. Το τραγικό με την εκδικητικότητα είναι ότι τελικά μας κάνει και εμάς σκληρούς ανθρώπους, παρόμοιους ίσως με αυτόν που αρχικά μας έβλαψε. Η εκδικητική διάθεση αιχμαλωτίζει και δηλητηριάζει το συναισθηματικό μας κόσμο, εκτοπίζοντας άλλα, ωραιότερα συναισθήματα, ώστε σταδιακά η ικανότητά μας να βιώνουμε χαρά, ειρήνη και αγάπη να μειώνεται.
Στο πρόβλημα της εκδικητικότητας μπορούμε να μιλούμε τόσο για “πρόληψη” όσο και για “θεραπεία”.
Πρόληψη είναι όταν προλαμβάνουμε τον εαυτό μας μόλις υποστούμε την πληγή ώστε, με μια νηφάλια επιτήρηση των σκέψεων μας, να “δούμε” μέσα μας την “πρόταση” της εκδίκησης και να την απορρίψουμε πριν γίνει απόφαση. Για να κατορθώσουμε όμως κάτι τέτοιο, πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε την ικανότητα να διακρίνουμε τις κινήσεις του εσωτερικού μας κόσμου, κάτι που γίνεται με την ειλικρίνεια προς τον εαυτό μας και με την εξάσκηση.
Θεραπεία της εκδικητικότητας είναι όταν, αφού έχουμε ήδη κυριαρχηθεί από την αρνητική αυτή διάθεση, αλλάζουμε προσέγγιση και αναζητούμε τρόπο να συγχωρέσουμε τον άλλο για αυτό που μας έκανε. Η συγχωρητικότητα είναι η ακριβώς αντίθετη κατάσταση της εκδικητικότητας, και άρα έχει τη δύναμη να ενεργήσει ως “αντίδοτο” στον ψυχικό μας κόσμο. Όλη η πικρία μας, όλη η οργή μας, όλη η ταραχή και η αναστάτωση, όλα σβήνουν όταν βιώσουμε τη γλυκύτητα και τη γαλήνη της συγγνώμης. Για να μπορέσουμε να συγχωρέσουμε, είναι απαραίτητο να δούμε το σφάλμα του άλλου με επιείκεια - βλέποντας ίσως τους παράγοντες που τον ώθησαν στην πράξη του (π.χ. “Μπορεί να μου φέρθηκε καταπιεστικά αλλά είχε αγωνία για μένα και μόνο έτσι ήξερε να την εκφράσει”).
Όταν μάθουμε να προλαμβάνουμε ή να θεραπεύουμε την εκδικητικότητα, θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την προσωπική μας ωρίμανση και θα έχουμε εξασφαλίσει, σε μεγάλο βαθμό, την ειρήνη και την ανάπαυση του ψυχικού μας κόσμου.