Κάποια μέρα συναντήθηκαν η Δικαιοσύνη και η Αδικία κι άρχισαν να καβγαδίζουν για το πώς είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την δικαιοσύνη ή με την αδικία; Η Αδικία υποστήριζε με πάθος ότι είναι καλύτερα να ζει ο κόσμος με την αδικία, ενώ η Δικαιοσύνη έλεγε πως δεν υπάρχει καλύτερο σύστημα από εκείνο όπου επικρατεί ο νόμος της δικαιοσύνης. Λογομάχησαν, είπε η καθεμία τα δικά
της, χωρίς τελικά ούτε η Δικαιοσύνη ούτε η Αδικία να αλλάξουν γνώμη.
Κάποια στιγμή η Αδικία στρέφεται στη Δικαιοσύνη και της προτείνει:
-Αφού δε συμφωνείς μ΄ αυτά που σου λέω, δεν πάμε καλύτερα να κρίνει ένας σοφός γέροντας;
-Πάμε, απάντησε η Δικαιοσύνη.
Πήραν το δρόμο και πήγαν και βρήκαν το σοφό γέροντα.
-Θέλουμε να μας λύσεις μια διαφορά, του λέει η Αδικία. Πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;
-Τι ποσό βάλατε για στοίχημα, ρώτησε ο σοφός γέροντας.
-Εκατό ρούβλια, απάντησαν κι οι δυο μ΄ ένα στόμα.
-Λοιπόν, Δικαιοσύνη, λέει τότε ο σοφός γέροντας, πρέπει να ξέρεις πως έχασες το στοίχημα. Σήμερα ζεις καλύτερα με την αδικία!
Η Δικαιοσύνη έβγαλε από την τσέπη της εκατό ρούβλια και τα έδωσε στην Αδικία, λέγοντας πως δεν την έπεισε ο σοφός γέροντας και εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι είναι καλύτερα να ζει κανείς σε συνθήκες δικαιοσύνης.
-Αφού δεν πείστηκες, λέει η Αδικία, έλα να πάμε στο δικαστή. Αν κερδίσεις εσύ το στοίχημα, θα σου δώσω χίλια ρούβλια. Αν, όμως, κερδίσω εγώ, δε θέλω λεφτά –αλλά θα σου βγάλω τα μάτια. Συμφωνείς;
-Συμφωνώ!, απάντησε η Δικαιοσύνη.
Πήγαν στο δικαστή και τον ρώτησαν πως είναι καλύτερα να ζουν οι άνθρωποι, με την αδικία ή με την δικαιοσύνη;
Ο δικαστής έδωσε την ίδια απάντηση:
-Σήμερα ζει κανείς καλύτερα με την αδικία.
Τότε η Αδικία έβγαλε τα μάτια της Δικαιοσύνης, τα πήρε κι έφυγε.
Η Δικαιοσύνη έμεινε έτσι τυφλή. Μιας και δεν έβλεπε, πήρε ένα ραβδί κι άρχισε να ψαχουλεύει στο δρόμο, για να μη σκοντάψει και πέσει.
Περπάτησε, περπάτησε όλη μέρα και, κάποια στιγμή, όταν νύχτωσε, έφτασε μπροστά σ΄ ένα βάλτο. Κουρασμένη όπως ήταν, ξάπλωσε στην άκρη του βάλτου, στο χορτάρι, για να ξαποστάσει. Τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν πάνω στο βάλτο οι σατανάδες. Ο αρχισατανάς άρχισε να ρωτάει έναν έναν τους σατανάδες τι έκαναν εκείνη τη μέρα.
-Εγώ, λέει ένας σατανάς, κατέστρεψα την ψυχή ενός ανθρώπου.
-Εγώ, λέει κάποιος άλλος, έσπρωξα έναν άνθρωπο να κάνει μια μεγάλη αμαρτία.
Κάποια στιγμή πετάγεται κι η Αδικία και λέει θριαμβευτικά:
-Εγώ έβαλα δυο φορές στοίχημα με τη Δικαιοσύνη. Στο πρώτο κέρδισα εκατό ρούβλια και στο δεύτερο της έβγαλα τα μάτια!
-Για τα εκατό ρούβλια αξίζεις συγχαρητήρια που τα κέρδισες, της λέει ο αρχισατανάς. Αλλά για τα μάτια που πήρες δεν κέρδισες και τίποτα το σπουδαίο. Αν η Δικαιοσύνη τρίψει τα μάτια της με το χορτάρι που φυτρώνει εδώ, θα ξαναβρεί το φως της. η Δικαιοσύνη άκουσε τα λόγια του αρχισατανά και χάρηκε.
Σε λίγο λάλησε ο πετεινός κι η συμμορία των σατανάδων βυθίστηκε και χάθηκε μέσα στο βάλτο. Τότε, η Δικαιοσύνη έκοψε μια φούντα χορτάρι κι άρχισε να τρίβει τις άδειες κόγχες των ματιών της. Και το θαύμα έγινε. Στις κόγχες εμφανίστηκαν και πάλι τα δυο αστραφτερά της μάτια. Έτσι, η Δικαιοσύνη ξαναβρήκε το φως της, πέταξε το ραβδί και πήρε το δρόμο του γυρισμού, αφού έβαλε στο ταγάρι και λίγο θαυματουργό χορτάρι.
Εκείνον τον καιρό είχε χάσει το φως της η κόρη του άρχοντα της χώρας. Απελπισμένος ο άρχοντας έβγαλε φιρμάνι, που έλεγε πως οποίος της ξαναδώσει το φως της θα την πάρει για γυναίκα του.
Άκουσε κι η Δικαιοσύνη για το φιρμάνι και πήγε στο παλάτι. Έτριψε τα μάτια της κοπέλας με το θαυματουργό χορτάρι και της ξανάδωσε το φως.
-Τι θέλεις να σου δώσω για αντάλλαγμα για το καλό που μου κανες; Ζήτησε ό, τι θέλεις και θα το έχεις!, της είπε ο άρχοντας.
-Δε θέλω να μου δώσεις τίποτα! του είπε ταπεινά η Δικαιοσύνη. Το μόνο που θέλω είναι να καταργήσεις τους νόμους της αδικίας και να αφήσεις τον κόσμο να ζει σε συνθήκες δικαιοσύνης. Αν δεν το κάνεις, η κόρη σου θα ξαναχάσει το φως της. το ίδιο και συ κι όλοι εδώ μέσα στο παλάτι!
Ο άρχοντας, που στην αρχή δεν ήθελε να καταργήσει τους νόμους της αδικίας, τρόμαξε απ΄ αυτά που άκουσε. Έβγαλε φιρμάνι που καταργούσε όλους τους άδικους νόμους. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να ζήσει και να κυβερνήσει χωρίς την αδικία, σηκώθηκε κι έφυγε από την χώρα μαζί με την οικογένειά του.
Έτσι, απαλλαγμένοι από την αδικία και από τον άρχοντα-τύραννο, οι κάτοικοι αυτής της μακρινής χώρας άρχισαν να ζουν μια νέα ζωή, χαρούμενα κι ευτυχισμένα, χωρίς μίση, πολέμους, σκοτωμούς και κακουργήματα.
Ομόφωνα διάλεξαν για αρχηγό της χώρα τη Δικαιοσύνη, που, για να κρίνει σωστά κι ανεπηρέαστα, δίκαζε πάντα με δεμένα μάτια και με τη ζυγαριά στο χέρι.
Από τότε οι άνθρωποι έτσι ακριβώς απεικονίζουν τη Δικαιοσύνη: με δεμένα μάτια και με μια ζυγαριά στο χέρι.